- ἀραιόπορος
- ἀραιόποροςthinly porousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀραιοπορώτερον — ἀραιόπορος thinly porous masc acc comp sg ἀραιόπορος thinly porous neut nom/voc/acc comp sg ἀραιόπορος thinly porous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοπόρους — ἀραιόπορος thinly porous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοπόρων — ἀραιόπορος thinly porous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιόποροι — ἀραιόπορος thinly porous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek